εμπονώ

εμπονώ
ἐμπονῶ (-έω) (AM)
1. κουράζομαι, εργάζομαι
2. (με αιτ.) επεξεργάζομαι, συμπληρώνω, τελειοποιώ («ἐμπονεῑν θεωρίαν», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐμπόνῳ — ἔμπονος patient of labour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεμπονώ — έω, Α καλλιεργώ επί πλέον («προσεμπονεῑν τὴν ἀρχαίαν γῆν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπονῶ «εργάζομαι, επεξεργάζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”